το αγαπημένο μου τραγούδι
- isidorabouziouri
- 4 Ιαν
- διαβάστηκε 7 λεπτά
ερωτικές επιστολές στο Τραγούδι ως τέχνη και στο Λαΐκό Τραγούδι

Ιδού η πρώτη από μια σειρά ερωτικών επιστολών στο τραγούδι ως τέχνη και στο λαΐκό τραγούδι ως πολιτιστική αλλά και ως κοινωνική κληρονομιά. Κλέβω τον όρο «ερωτική επιστολή» από τον Κρίστοφερ Κινγκ στο «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» για να κατηγοριοποιήσω τα κείμενά μου. Σπούδασα Μουσική και Θέατρο και μπορώ να πω ότι το γνωστικό αντικείμενο που ξέρω καλύτερα είναι το τραγούδι. Γεννήθηκα σε μια οικογένεια που είχε βιωματική σχέση με το λαΐκό τραγούδι, κυρίως της υπαίθρου. «Εσείς και πηρούνι να πέσει, θα πεταχτείτε πάνω να χορεύετε» είχε πει ένας φίλος για την οικογένεια. Τα κείμενά μου δεν είναι ολοκληρωμένες μελέτες, μουσικολογικές, ιστορικές κ.ο.κ., είναι όμως αρκετά ενημερωμένες αποψάρες, τεκμηριωμένες κατά το δυνατόν.
Χαρά μου θα είναι να δεις ίσως πιο ολοκληρωμένα το τραγούδι ως μια οργανική λειτουργία, ως ένα θεμέλιο στην συνοχή της κοινότητας και, ακριβώς λόγω αυτών των ιδιοτήτων, τη θέση του στην κουλτούρα αλλά και την εκμετάλλευσή του προς ικανοποίηση διαφόρων αφηγημάτων (το πιο προφανές παράδειγμα ας πούμε η χούντα και τα τσάμικα). Χαρά μου θα είναι να μοιραστείς τις διαφωνίες, τις σκέψεις ή τις γνώσεις που εμένα μου διαφεύγουν. Χαρά μου θα είναι η ακρόαση της μουσικής να γίνει λίγο πιο πλούσια εμπειρία και να τραγουδάς με την ψυχή σου μπουμπουκάκι μου.
Από τη μία στην Ελλάδα έχουμε ούτως ή άλλως χάσει ως τώρα το τρένο της κωδικοποίησης της μουσικής μας ώστε να μπορούμε να συνεννοηθούμε μεαξύ μας. Από την άλλη, στην ανάλυση της μουσικής, όπως και στην Αισθητική γενικότερα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι προσπαθούμε να περιγράψουμε κάτι αρκετά ρευστό όπως η μουσική και οι διάφοροι όρισμοι είναι νοητικές επινοήσεις, βαθειά υποκειμενικές και όπως συμβαίνει ας πούμε και με την Ιστορία, έτσι και εδώ επικρατεί το αφήγημα του «νικητή». Θα προσπαθήσω να εξηγώ τουλάχιστον τι εγώ εννοώ με τους διάφορους όρους, μπορεί και να επινοήσω μερικούς, μη με ξεσυνερίζεσαι. Επιλέγω τον αρχαΐζοντα όρο «άδειν» όχι μόνο για να πληκτρολογώ λιγότερους χαρακτήρες κάθε φορά αλλά και γιατί επικεντρώνομαι στη μαστοριά του να τραγουδάς μιας και «η τέχνη του τραγουδιού» εννοιολογικά ταυτίζεται συχνά με την τραγουδοποιΐα.
Το τραγούδι είναι μια λειτουργία μαγική. Λέει ο Καμπανέλλης στο «Μεγάλο Μας Τσίρκο»: «Το τραγούδι είναι μια κουβέντα που τρελάθηκε». Δεν κουβαλά απλά ό,τι δε χωρούν οι λέξεις, οι στίχοι άλλωστε μπορεί να εκφράζουν με εξαιρετική ακρίβεια αυτό που θες να πεις. Το τραγούδι επιτρέπει στο σώμα να δονηθεί σε απόλυτη αρμονία με αυτό που καίγεσαι να επικοινωνήσεις όταν η λειτουργία της ομιλίας δε φτάνει. Η έκλυση αυτή μας είναι τόσο αναγκαία και οργανική, όσο και η ελευθερία να χασμουριόμαστε, να αναστενάζουμε, να κλαίμε και να γελάμε. Το να συντονίζουμε τη δόνησή μας είναι γιατρειά. Η βαθύτητα με την οποία συνδεόμαστε τραγουδώντας παρέα είναι γνωστή και καταγεγραμμένη.
Ζωγραφίζουμε πριν γράψουμε, χορεύουμε πριν περπατήσουμε, τραγουδάμε πριν μιλήσουμε. Τ' ακούτε κυρίες και κύριοι Υπουργοί Πολιτισμού; Η Τέχνη δεν είναι πολυτέλεια, είναι βασική ανάγκη. Στο θέμα μας τώρα: το τραγούδι είναι ο πρώτος τρόπος που επινοούμε για να επικοινωνήσουμε. Η μικρή μου φίλη η Μυρσίνη που είχα την τύχη να ζήσω από κοντά όταν άρχισε να κατακτά την λεκτική επικοινωνία, επικοινώνησε τις πρώτες λέξεις ως μουσικές δονήσεις. Το δισύλλαβο «όχι», λέξη μπαλαντέρ που σήμαινε πολλά περισσότερα από όχι, το τραγουδούσε σχεδόν πάντα ως δίφθογγο σε διάστημα κατιούσας τρίτης συνήθως μεγάλης, καμιά φορά και μικρής. Ενίοτε φαινόταν να το τραγουδάει έτσι για να τραγουδήσει.
Το τραγούδι είναι γυναικεία υπόθεση. Η γυναίκα νανουρίζει ή τραγουδά (αυτό το «ρετσιτατίβο» που η κάθε μάνα επινοεί για να πει ας πούμε «ποιο παιδάκι θα πιει γάλα τώρα;») και το παιδί συντονίζεται με τη δόνηση του σώματος που το γέννησε, αυτή που ως έμβρυα ακούμε ως ήχους μηχανής και αργότερα ως αυτοτελή σώματα εισπράτουμε ως ήχο ή και δόνηση με την αφή και την αγκαλιά. Σε αυτήν τη δόνηση συντονιζόμαστε για να επικοινωνήσουμε με τον υπόλοιπο κόσμο, πρώτα μουσικά και μετά λεκτικά.
Το σώμα της γυναίκας είναι προγραμματισμένο να αντιμετωπίσει ακραίο πόνο και είναι πιο έτοιμο να δονηθεί εκφράζοντάς τον. Η γυναίκα νανουρίζει αλλά μοιρολογεί. Δεν υποστηρίζω καθόλου ότι οι άντρες δεν νανουρίζουν ή δεν μοιρολογούν. Άκου τον παππού Χρόνη και το Βάγια να τραγουδάει Πάσχα στο χωριό του παππού μου.
Οι γυναίκες όμως είμαστε οργανικά πρωτοπόρες σ' αυτήν την τέχνη. Αποτολμώντας έναν παραλληλισμό με τα αθλητικά στα οποία δεν έχω ιδέα, είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν αριστουργηματικές ποδοσφαιρίστριες (κορίτσια δε σας ξέρω αλλά είμαι περήφανη για σας) αλλά το ποδόσφαιρο είναι μια τέχνη η οποία βασίζεται και εκφράζει άμεσα τις σωματικές, πνευματικές και κοινωνικές δεξιότητες του άντρα. Οι γυναίκες λοιπόν είναι εκείνες που οδηγούν την εξέλιξη της φωνητικής μουσικής στις περισσότερες κουλτούρες, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας.
Σπάζοντας το κεφάλι μου να βρω όρους που περιγράφουν αυτό που λέμε λαΐκή μουσική παράδοση ως λειτουργία και χωρίς τις μουσικολογικές ή λαογραφικές συνδηλώσεις, μου φαίνεται χρήσιμο να κάνουμε έναν πολιτικό / κοινωνικό διαχωρισμό για να παρακολουθήσουμε την εξέλιση της φωνητικής μας μουσικής: τη μουσική από τα πάνω και τη μουσική από τα κάτω.
Το μοιρολόι, το νανούρισμα, η φλογέρα του βοσκού (παρένθεση: ο βοσκός που υπάρχει μέσα σ' ένα δραματικό τοπίο που η πέτρα πολεμάει το χώμα και το νερό τον ουρανό, διαλέγει τα κουδούνια των προβάτων του σε αρμονία με τη φλογέρα που παιζει, έχει καταλάβει λιγότερα από τον Πυθαγόρα για την αρμονία του σύμπαντος και τη μουσική;)
το τραγούδι των σκλάβων ή το τραγούδι των γυναικών που χτυπάνε το μαλλί, όλα αυτά είναι «μουσική από τα κάτω». Και αυτό εννοώ όταν λέω σ' αυτό το κείμενο, «λαϊκό τραγούδι».
Το άδειν εδώ είναι μια συλλογική δόνηση στην οποία ενωνόμαστε για να μοιραστούμε τη χαρά, τον πόνο, το δέος για τον κόσμο, τον κόπο της ζωής, όλο μας το είναι, εμάς, των κάτω. Στη μουσική από τα κάτω δε χωρούν τα «δε μπορώ να τραγουδήσω», «εγώ τραγουδάω χάλια». Τραγουδάμε όλοι, παντού και πάντα. Η φυσικότητα του να τραγουδάμε όλοι μαζί σ' ένα οικογενειακό ή φιλικό τραπέζι ή να τραγουδάμε δουλεύοντας (συγγνώμη για την οριακά ποπ αναφορά αλλά τα σπάει: https://www.youtube.com/watch?v=PU5Bcn9-oG0) εκπαιδεύει τη μουσικότητά μας όσο οργανικά και αυτονόητα εκπαιδευόμαστε να μιλάμε. Ακόμα και αν υπάρχουν ειδικευμένοι μουσικοί στην κοινότητά μας, όλοι τραγουδάμε. Στα βίντεο που σε παραπέμπω, το τραγούδι προκύπτει από το σώμα φυσικά, χωρίς μυϊκή υπερπροσπάθεια.
Τη μουσική που επινοεί κάποιος για να εκτελεστεί κυρίως για να την ακούσουμε παθητικά, χωρίς την ενεργό συμμετοχή μας, θα την πω «μουσική από τα πάνω». Όπως ίσως κάθε διαχωρισμός σην Αισθητική, έτσι κι αυτός είναι μια υπόθεση εργασίας. Γιατί τι είναι για παράδειγμα η Άρνηση, ένα ποίημα του όχι τόσο «ευανάγνωστου» Σεφέρη, μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη ενός εκπαιδευμένου στη δυτική κλασική μουσική συνθέτη, που όμως διαδώθηκε απο στόμα σε στόμα και τραγουδήθηκε σε κάθε ταβέρνα και σε ουκ ολίγες πολιτικές συγκεντρώσεις; Είναι ένα τραγούδι που δημιουργήθηκε από τα πάνω και οικειοποιήθηκε από τα κάτω.
Εδώ ένα παράδειγμα κορυφαίου άδειν της μουσικής από τα πάνω. Από την πρώτη νότα, η Μαρία στέκεται και προσεύχεται. Χορωδία και ακροατές γίνονται κοινωνοί της προσευχής. Η Κάλας «απλώς» επιτρέπει στο προσευχόμενο σώμα της να δονηθεί και να επικοινωνήσει. Το τραγούδι και πάλι δεν προκύπτει από μυϊκή υπερπροσπάθεια, ακριβώς όπως το μοιρολόι του υπέροχου Βάγια. Η «διδασκαλία» του τραγουδιού δεν είναι τίποτα άλλο από την απελευθέρωση του σώματος να δονηθεί σε απόλυτη αρμονία με αυτό που αισθάνεται, σκέφτεται και θέλει να επικοινωνήσει. Το μεγαλειώδες τραγούδι για μένα είναι αυτό που επιτρέπει στον ακροατή να εισπράξει τη μουσική ως δόνηση και ως σημαινόμενο. Αυτό απαιτεί από τον εκτελεστή απόλυτη σωματική και συναισθηματική πλαστικότητα και απόλυτη εγκεφαλική εγρήγορση. Φτάνει όμως με τη μουσική απο τα πάνω. Ας γυρίσουμε στην πλέμπα.
Για μένα που το τραγούδι είναι πλέον προέκταση της αναπνοής μου, η ατροφία του άδειν είναι μια τραγωδία και για τους πολλούς και για τον καθένα ξεχωριστά. Εκτός που δεν τραγουδάμε συστηματικά στα σπίτια μας και στη ζωή μας, η μουσική και το τραγούδι που ακούμε από τους επαγγελματίες, είναι σε μεγάλο βαθμό μια ηλεκτρονική κατασκευή που δε μας βοηθά να υποψιαστούμε την υγεία και την ομορφιά των δικών μας δονήσεων. Πώς ρε παιδί μου βλέπεις τους Αντετοκούμπο να παίζουν και σηκώνεσαι με τους φίλους σου και πας να παίξεις μπάσκετ το Σάββατο; Αυτό. Ε, γιατί δε μας συμβαίνει το ίδιο με το τραγούδι; Θα αποτολμήσω μια υπόθεση: από τη μια, δεν έχουμε τη συνήθεια να τραγουδάμε στην καθημερινότητά μας και η μουσικότητά μας ατροφεί, από την άλλη το άδειν των «εξειδικευμένων» είναι σε μεγάλο βαθμό αποκομμένο από τη φυσική σωματική δόνηση ή και συχνά φαντάζει αποτέλεσμα μυΐκής υπερπροσπάθειας. Δε μας εμπνέει ρε παιδί μου ακόμα ούτε ο καλλίφωνος λαιμός που τραγουδά πάνω σ' ενα επεξεργασμένο μικρόφωνο. Η λαχανιασμένη χειμερινή κολυμβήτρια που συντονίζεται σ' ένα παρακείμενο ραδιόφωνο και σχεδόν ασύνειδα τραγουδάει για να ζεσταθεί ενώ αλλάζει ενέπνευσε όλη την παραλία να τραγουδήσει μαζί της εν χορώ. Δεν ήμουνα εγώ. Έγω τους άκουγα όλους μαζί και τους χαιρόμουνα σιωπηλή, απεφεύγοντας το ρίσκο να προδοθεί η «ειδίκευσή» μου και να τους επηρεάσει. Ήταν μια σπάνια και βαθειά συγκινητική στιγμή, γιατί αυτή η κοινότητα αγνώστων που μάζευαν ήλιο στην παραλία, συνδέθηκαν βαθειά κι αυθόρμητα. Τόσο βαθειά που δεν τόλμησαν να αλληλοχειροκροτηθούν στο τέλος. Ένα δευτερόλεπτο αμηχανίας και επιστροφή στην ατομικότητα. Η ίδια η κολυμβήτρια δεν πρόλαβε να πάρει ανάσα κι ήρθε προς το μέρος μου ρωτώντας «φυσικό το μαλλί;».
Πώς η ατροφία του άδειν μας επηρεάζει ως κοινότητα; Το περασμένο καλοκαίρι ταξίδεψα στην Νάξο. Οδήγησα μέσα στα χωριά, σε πανάρχαιες καλλιεργημένες αναβαθμίδες και κοινότητες που μου υπενθύμιζαν διαρκώς πόσο απλά ζουν οι άνθρωποι. Σταμάτησα στο φούρνο του Κινίδαρου, πήρα τυρόπιττα, έπιασα την κουβέντα στη φουρνάρισσα που μου έβαλε καφέ και μου τραγούδησε καμαρώνοντας για τη μουσική παράδοση του χωριού.
Αργότερα στο αυτοκίνητο, ανάμεσα σε ατελείωτες λίστες νησιώτικων που άκουγα έπαιξε και η Βεγγέρα (εδώ απ' τον Πάριο) που ο μάλλον ξενητεμένος πιο πολύ απ' όλα νοσταλγεί τις βραδυνές βεγγέρες όπου οι δουλειές συνοδεύονται από τραγούδι και συγκινήθηκα τόσο πολύ. Φαντάζεσαι πώς θα ήταν η ζωή σου αν ας πούμε εκεί που το απόγευμα, κατάκοποι από τη δουλειά (και φευ! τη δουλεία μας) είχαμε την κουλτούρα να κάνουμε φασίνα παρέα τραγουδώντας; Δηλαδή σιδερώνεις τα ρούχα σου, έχουν έρθει φίλοι και μαγειρεύουν, τραγουδοχορεύετε και δίνετε ρυθμό και κέφι στις αγγαρείες και μετά κάθεστε, τρώτε παρέα και πίνετε και ένα ποτήρι κρασί. Φαντάζεσαι πώς θα ήταν αν αποδεχόμασταν τη φυσικότητα του να τραγουδάμε παρέα όπως σ' εκείνη την παραλία και δε βιαζόμασταν να γυρίσουμε σελίδα. Φαντάσου τι αντίκτυπο θα είχε αυτό όχι μόνο στην ψυχική σου υγεία αλλά και στην ενδυνάμωση των δεσμών της κοινότητάς σου.
Πώς το χάσαμε αυτό; Οι αποψάρες μου στο επόμενο κείμενο. Ξέρω σε αφήνω πάνω στο κληφχάγκερ, πώς το λέτε εσείς εδώ;
Comments