top of page
Αναζήτηση

το αγαπημένο μου τραγούδι - πάρτι 2

isidorabouziouri


«Τρομερά γλέντια με τραγούδια… Απλοί άνθρωποι, λίγα πράγματα. Δυο τσίπουρα κι ένα πιατάκι φαΐ. Τίποτα. Στο τρίτο ποτήρι ήτανε κεφάλι με κεφάλι, τραγουδάγανε. Και δε σταματάγανε μέχρι την άλλη μέρα. [...] Και νόμιζες θα πέσει το ταβάνι από το σπίτι.» Σ' άφησα με τη φαντασίωση μιας σύγχρονης βεγγέρας και πιάνουμε το νήμα από το κορυφαίο δείγμα συλλογικού τραγουδιού στη δική μας κουλτούρα: τα πολυφωνικά της Ηπείρου. Η ζυγιά, τα όργανα ήρθαν αργότερα λέει ο τραγουδιστής και μιμήθηκαν τα μέρη των φωνών.* Όλα όμως ξεκινούν από τη συνδόνηση. «Το μεσημέρι πήγαιναν στο ποτάμι τα ζώα. Κι εμείς καθόμασταν εκεί και τραγουδάγαμε. Αυτή ήταν η διασκέδασή μας».


Η δεύτερη ερωτική μου επιστολή στο Τραγούδι, ψάχνει το νήμα των συνδονήσεων. Χαζεύω το «Αλάτι της Γης» του καθηγητή μου του κ. Λιάβα στον οποίο χρωστώ εν πολλοίς την πυξίδα με την οποία αντιλαμβάνομαι τη λαϊκή μας μουσική παράδοση, της υπαίθρου και την αστική. Μεταξύ άλλων θυμάμαι να καταρρίπτει τότε την έννοια της «γνησιότητας» στην ανάλυση της εξέλιξης της παράδοσης και να διαχωρίζει την τελευταία από το φολκλορ. Με δικά μου λόγια, λαϊκή παράδοση είναι η οικειοποιημένη «από τα κάτω» κουλτούρα από τον Καραγκιόζη μέχρι το τσάμικο κι από το μελομακάρονο μέχρι τα πολυφωνικά της Ηπείρου. Στο «Αλάτι της Γης» χορεύει το «εξειδικευμένο» Λύκειο των Ελληνίδων (με αναμφίβολα τεράστια πολιτιστική προσφορά) που παριστάνει την παρέα που διασκεδάζει αυθόρμητα. Ναι μεν δε φορούν φολκλορ στολές αλλά είναι πέρα από προφανές ότι τα ρούχα είναι επιμελημένα «από τα πάνω». Οι μουσικοί, εξαιρετικοί μάστορες στα όργανά τους, είναι εμφανές ότι παίζουν μια προσυμφωνημένη φόρμα ωσάν να υπάρχει παρτιτούρα, μακρυά από την ζώσα σχέση του μουσικού με τον χορευτή. Μια προβαρισμένη αν και εξαιρετικά εκτελεσμένη παρτιτούρα και χορογραφία.


Στον αντίποδα ανακαλώ το «Στην υγειά μας». Η αίσθηση της παρέας είναι πειστικότερη, ο καθένας φοράει ό,τι θέλει και συμμετέχει στο χορό ή το τραγούδι ανεξαρτήτως της εξειδίκευσης και φαίνεται περισσότερο αυθόρμητη. Εμ, άμα ξέρεις απο θέατρο… Οι εξαιρετικά μουσικολογικά επιμελημένες πρώτες σαιζόν έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε ένα γενικό «διασκεδαστικό» κλίμα στο οποίο όλο και περισσότερο η υψηλή μουσική αισθητικη της λαϊκής παράδοσης δίνει τη θέση της σε όλο και πιο αναλώσιμες εκτελέσεις. Παράλληλα, για όλο και για περισσότερους η εκπομπή αυτή και οι ανταγωνιστικές της έγιναν το σαββατόβραδό τους. Σταδιακά, αυτό το ποτήρι τσίπουρο και το ένα πιατάκι φαΐ με ένα φίλο έγινε απλησίαστο. Εμείς, οι κάτω, μένουμε σπίτι και παρακολουθούμε πώς διασκεδάζουν στην τηλεόραση, κάποιοι άλλοι, φαινομενικά τουλάχιστον απαστράπτοντες και «πετυχημένοι».


Ποιο από τα δυο θεάματα πιάνει το νήμα από τα γλέντια με τα τραγούδια «από τα κάτω»; Όποιο σε εμπνέει να τραγουδάς και ακόμα καλύτερα με παρέα και αφού τελειώσει η εκπομπή. Αν ρωτάς εμένα που έχω την πολυτέλεια να είμαι κέρατο βερνικωμένο και να σου πω: κανένα. Το μεν «Αλάτι της Γης» είναι ένα καλοσυντηρημένο, καλοξεσκονισμένο έκθεμα και το «στην Υγειά μας» είναι λαός και Κολωνάκι, ΠΑΣΟΚ ωραία χρόνια, με το ευρώ καλύτερα ενώ εμείς μένουμε σπίτι και πλένουμε τα χέρια μας πολύ σχολασικά. Κι ας έχουμε δει εξαιρετικούς μουσικούς που αναμφισβήτητα αγαπούν τη λαϊκή παράδοση αλλά, ανθρώπους που έχουν βιωματική σχέση με τη λαϊκή παράδοση και στιγμές που κάτι έσα μας έχει δονηθεί. Για μένα μια τέτοια στιγμή είναι εδώ η Ελενάρα.


«Και τι με νοιάζει εμένα μωρ' μουρλοκακομοίρα;» θα μου πεις και θα έχεις εν μέρει δίκιο. Αλίμονο σε όποιον σου λέει με τι να περάσεις καλά και τι όχι. Τι να σε συγκινήσει και τι όχι. Εγώ δε θα σου πω. Θα σου πω όμως ότι υπάρχει κάτι που σε νοιάζει πολύ μπουμπουκάκι μου και δεν είναι μόνο ζήτημα αισθητικό και πολιτιστικό. Είναι ζήτημα πολιτισμικό και πολιτικό: Κάποιος σου έχει κλέψει το δικαίωμα να μοιράζεται αυτό το ποτηράκι, το πιατάκι το φαΐ, το τραγούδι, το γέλιο και το κλάμα σου. Κάποιος σου έχει κλέψει κάτι τόσο βαθύ κι ανθρώπινο όπως θα ήταν να σου κλέψουν τη γλώσσα (όχι το όργανο, το λεκτικό σύστημα που επικοινωνείς με την κοινότητα στην οποία ζεις) ή έναν κοινά αποδεκτό, ζωντανό ηθικό κώδικα που διέπει το τι είναι δικαιοσύνη. Μείνε συντονισμένο μπουμπουκάκι μου για τις ανατριχιαστικές αποκαλύψεις και διάβασέ το πριν το κατεβάσουν.


Οι ιδεολογικές ηγεμονίες


Λίγο παραπάνω από έναν αιώνα πίσω: Τη μελέτη και καταγραφή της δημοτικής μας μουσικής (δηλαδή της λαϊκής μουσικής της υπαίθρου) αναλαμβάνουν μουσικοί με βυζαντινή ή και δυτική κλασική μουσική παιδεία. Η βυζαντινή μουσική, η κλασική μας μουσική, είναι μουσική από τα πάνω, αντρική υπόθεση και ένα κάπως κλειστό, αμετάβλητο οικοδόμημα. Σε μια ελληνορθόδοξη εκκλησία κάθε Κυριακή θα ακούσεις την ίδια μουσική ή τέλος πάντων θα εκτελείται, πλην εξαιρέσεων, η ίδια παρτιτούρα. Στη Δύση, στην καθολική και προτεσταντική εκκλησία, τη μία Κυριακή θα ακούσεις Μπαχ και την άλλη Σαιν-Σανς. Φαίνεται πως αυτή ακριβώς η ευελιξία επέτρεψε την εξέλιξη της κλασικής μουσικής, της εκκλησιαστικής και παράλληλα της κοσμικής. Την ίδια στιγμή η ορθόδοξη λατρεία παγίωσε το εκκλησιαστικό ρεπερτόριο και αποκύρηξε την κοσμική μουσική. Δε μπορείς να γράφεις και λειτουργίες και χορευτικές σουΐτες. Η απαγόρευση της ευελιξίας από την Εκκλησία φαίνεται ότι κόστισε στην βυζαντινή μουσική τη θεαματική εξέλιξη που είχε η δυτική μουσική σε σημείο να επικρατήσει και στον τρόπο που στοιχειωδώς καταγράφουμε και αποκωδικοποιούμε τη λαϊκή μας μουσική.* Παρατηρείς την ειρωνία;

Το τραγούδισμα της Κωχ είναι πιστό στο άδειν της λαϊκής μας παράδοσης και επιτρέπει να συνδεθούμε περισσότερο με τη Μαγδαληνή

Παύση: Αντρική υπόθεση μεν, αλλά άκου τον ύμνο μιας γυναίκας υμνογράφου από μια κοσμική τραγουδίστρια. Την Κασσιανή που εν αγνοία μας ταυτίζουμε με τη βουτηγμένη στην αμαρτία γυναίκα στην οποία αναφέρεται ο ύμνος, η ιστορία και η παράδοση θέλει να έχει ένα φλερτ με τον αυτοκράτορα Θεόφιλο στον οποίο τελικά έριξε μια θεαματική χυλόπιτα / φεμινιστικό μανιφέστο. Πήγε ο φαλλοκράτης και της είπε «ἐκ γυναικός τα χείρω» αλλά εκείνη δε μάσησε που ήταν αυτοκράτορας και του είπε «ἐκ γυναικός τα κρείττω», δεν παντρεύτηκε ποτέ και ίδρυσε κοινόβιο. Τα εκκλησιαστικά και πατριαρχικά μας αφηγήματα εστιάζουν σ' ένα χρυσό μήλο, προπ στη συζήτηση αυτή, και αποφεύγουν να αναφέρουν ότι ο μοναχισμός ήταν ίσως η μόνη επιλογή χειραφέτησης της γυναίκας την εποχή εκείνη***. Την ιστορία αυτή την έχουμε ακούσει ως παράδειγμα ύψιστου πνευματικού / θεολογικού ντημπέητ ενώ η Κασσιανή περιγράφεται ως μια θεοσεβούμενη ηγουμένη. Η Κασσιανή ήταν μια καλλιτεχνάρα που προτίμησε την ανεξάρτητη, μοναστική ζωή και την ελευθερία να δημιουργεί από το να παντρευτεί έστω και αυτοκράτορα.

Δε σκέφτηκε κανείς να ανεβάσει η σκηνή που σου λέω, πάρε αυτή και δες κι όλη την ταινία.

Στο εμβληματικό «Ποτέ την Κυριακή», ο λόγιος Αμερικάνος που έρχεται να μελετήσει την παρακμή της Ελλάδας, καταρρακώνει το λαϊκό μουσικό γιατί ο δεύτερος δεν ξέρει νότες και άρα μάλλον δεν είναι και μουσική αυτό που παίζει. Απαρηγόρητος κλειδώνεται και αρνείται να παίξει. Έρχεται η Ίλυα, η «Ελλάδα η μάγισσα, η παρθένα και τροτέζα» και του λέει «Τάκη; Ξέρουν νότες τα πουλιά;». Ο μουσικός χαμογελά, βγαίνει στο πάλκο και γίνεται γλέντι τρικούβερτο. Η ταινία, ερωτική επιστολή του Ντασέν στο λόγιο και λαϊκό πολιτισμό της Ελλάδας, είναι και ένα εξαιρετικό σχόλιο στην επιβολή του λόγιου στο λαϊκό.

Ηχογράφηση της Μέλπως Μερλιέ το '30. Θησαυρός.

Δεν μπορεί κανείς βέβαια να αμφισβητήσει το πόσο πολύτιμη ήταν η δουλειά της Μέλπως Μερλιέ, του Σίμωνα Καρρά, του Λυκείου των Ελλληνίδων ή της Δώρας Στράτου και της Δόμνας Σαμίου. Η πολύτιμη δουλειά τους, οφειλόταν κυρίως στη δική τους μερακλίδικη πρωτοβουλία τους δοθείσης της εκκωφαντικής απουσίας του ελληνικού κράτους και της κεντρικής πολιτιστικής και εκπαιδευτικής στρατηγικής. Παρόλα αυτά οφείλουμε νομίζω να αναγνωρίσουμε και ότι όταν για παράδειγμα ο Σίμων Καρράς εικονίζεται να διευθύνει ως μαέστρος μια ζυγιά παραδοσιακών μουσικών, ένα κομμάτι της κουλτούρας μας καταπατιέται «από τα πάνω». Η επιλογή αυτή έχει καθαρά πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τα οποία διαπνέουν τις παραπάνω καταγραφές και μελέτες.

ένα τραγούδι για κάποιον Αποστόλη που η ιστορία του κάπου είναι θαμένη. Άσε τη μπάντα να παιζει να ανοίξει η καρδιά σου.

Ο λαϊκός μας πολιτισμός διαμελίστηκε για να υποστηριχτεί το εθνικό μας αφήγημα. Να μάθουμε τα βήματα των παραδοσιακών και να τα προσαρμόσουμε στις Καρυάτιδες διακήρυττε η αναμφίβολα σπουδαιότατη Καλλιρόη Παρρέν, σε διάλεξή της για την ίδρυση του Λυκείου των Ελληνίδων τη δεκαετία του '10. Την ίδια εποχή, οι στίχοι πετσοκόβονται από τα τραγούδια της απελευθερωμένης Μακεδονίας. Τα τραγούδια ήταν στην μακεδονική διάλεκτο, μια διάλεκτο με ανάμικτα ελληνικά και σλάβικα στοιχεία και τυχαία ή μοιραία, φτάνουν σ' εμάς ως οργανικοί σκοποί από τις στρατιωτικές μπάντες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Υπέροχες, εμφανώς τραγουδιάρικες μελωδίες αλλά τι να κλάσουν μπροστά στο «μην παραχαράσετε την ιστορία, η Μακεδονία είναι μία». Αυτή η οριζόντια ομογενοποίηση δε συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Η μετάβαση από τις αυτοκρατορίες στα εθνικά κράτη απαίτησε τέτοιου είδους διαδικασίες και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Οι ιταλικές διάλεκτοι για παράδειγμα ομοιογενοποιήθηκαν υπό τα φλωρεντίνικα ιταλικά του Δάντη και του Βοκκάκιου. Ομογενοποίηση των εθνικών κρατών από τη μια και η αποικιοκρατία με τα «μητροπολιτικά» της μουσεία από την άλλη. Η κατοχή των μαρμάρων του Παρθενώνα σε ένα τέτοιο μουσείο, εκφράζει το τραύμα του διαμελισμού σε κομμάτια του κορυφαίου συμβόλου του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, την απόσπασή τους από τον τόπο για τον οποίο προορίστηκαν και την υπεξαίρεση του όποιου πολιτισμικού νοήματος απέδιδαν στον τόπο αυτό. Ένα αφρικανικό εδώλιο σ` ένα ευρωπαϊκό Μουσείο μπορεί να εμπνέει τον Πικάσο να ζωγραφίσει τις γυναίκες τις Αβινιόν αλλά ένας άλλος Έλγιν έχει υπεξαιρέσει από μια κοινότητα της Αφρικής, που πρώτα όρισε ως «πρωτόγονη», το ζωντανό σύμβολο και άρα την ίδια την πολιτική, θρησκευτική και πολιτιστική της συνοχή.*** * Φαντάσου ας πούμε τι θα σήμαινε θρησκευτικά και πολιτικά αν ο Έλγιν έκλεβε τα γλυπτά του Παρθενώνα όσο η θρησκεία μας ήταν ακόμα ο δωδεκαθεϊσμός (που για κάποιους είναι) ή στον Παρθενώνα φυλασσόταν ακόμα το δημόσιο ταμείο.

 Άκου τώρα το θαλασσινο αηδονάκι να μυρίσει θάλασσα γιατί διακοπές στα νησιά δε μας βλέπω να πηγαίνουμε ένυ τάιμ σουν, πώς το λέτε εσείς εδώ;

Τέτοιου μεγέθους καταστροφή είναι η χειραγώγηση της λαϊκής μουσικής παράδοσης από τα πάνω γιατί ξεδόντιασε τη δυνατότητά μας να οικειοποιηθούμε την παράδοσή μας με τρόπο βιωματικό και ακόμα πιο καίρια, συλλογικό. Ο λόγιος και εκκλησιαστικός καθωσπρεπισμός που επιβλήθηκε από τα πάνω, αποφασίζει τι είναι γνήσιο και πρέπον χωρίς να παραλείπει να αποκυρήξει μουσικούς με δεξιοτεχνία, βιωματική σχέση με την παράδοση αλλά και αποτύπωμα στο τι οικειοποιείται «από τα κάτω» (όπως τις γενιές των Κονιτοπουλέων ή τον Πάριο και τα νησιώτικά του) ως μη «γνήσιους» και επιζήμιους για τον πολιτισμό μας.


Και η αστυφυλία καλέ κυρία; Αστυφιλία. Λέξη sos στο σχολείο, πασπαρτού αρνητικός παράγοντας σε κάθε θεματική ενότητα στην Έκθεση. Για όλα έφταιγε η αστυφιλία ή οποία παρέμενε μια υπερβατική έννοια αφού επαφιόταν στην κριτική σκέψη του κάθε δασκάλου να εξηγήσει τα πολιτικοκονωνικά πώς και γιατί. Απολύτως φυσιολογικά, η αστυφιλία επηρεάζει την οικειοποίηση της μουσική της υπαίθρου αφού από τη μια δεν συμπεριλαμβάνει την αστική εμπειρία αλλά από την άλλη εγκιβωτίζει την ταυτότητα όσων ξαφνικά βρέθηκαν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.

Άκου ας πούμε αυτόν τον υπέροχο αμανέ και πρόσεξε το αργό βαλς του πιάνου και το απόκοσμο δεύτερο βιολί/βιόλα που τον συνοδεύει.

Η αστική λαϊκή μας μουσική εδραιώνεται πάνω στη μικρασιάτικη παράδοση. Η μικρασιάτικη μουσική είχε ήδη αφομιώσει τον κοσμοπολιτισμό των αστικών κέντρων. Σε αντίθεση με τους εσωτερικούς μετανάστες, οι Μικρασιάτες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στα αστικά κέντρα σε συμπαγείς κοινότητες. Και εγένετο το ρεμπέτικο και μετά το λαϊκό.


Εδώ περιπλέκονται ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Άκου για παράδειγμα «τα λαϊκά του δεύτερου» προγράμματος της ΕΡΤ και πες μου αν κατανοείς με τι κριτήρια η κρατική ραδιοτηλεόραση ορίζει το «λαϊκό» πέραν των "de facto" τραγουδιών του Βαμβακάρη, του Καλδάρα, του Μητσάκη, κ.ο.κ. Τα κλασικά τραγούδια του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι ή του Ξαρχάκου, όπου η λόγια και η λαϊκή μας κουλτούρα συνενώνονται με τρόπο «μονοφυσίτικο» και έχουν οικειοποιηθεί κατά τη γνώμη μου «από τα κάτω»*****. Μαζί μ' αυτά έρχονται τα « « «έντεχνα» » » με λίγο μπουζουκάκι. Από τον ωκεανό ρεπερτορίου της Αλεξίου ή του Νταλάρα «τα λαϊκά του δεύτερου» δεν παραλείπουν τραγούδια που δεν είναι λαϊκά ούτε στιχουργικά, ούτε μουσικά. Αν μπορείς μέχρι εδώ να καταλάβεις τη λογική της λίστας του σταθμού, σκέψου τι λείπει μπας και μοιραστείς το μπέρδεμά μου: γιατί ενώ παίζει το «Στα είπα όλα», δεν παίζει ο «Παλιόκαιρος»; γιατί δεν παίζει το «Απορώ» στην πρώτη του εκτέλεση με τον Χριστοδουλόπουλο; Αφού παίζει τη ζωντανή ηχογράφηση με τον Μητροπάνο, τον Μπάση και τον Αδαμαντίδη, γιατί δεν παίζει Αδαμαντίδη μόνο του; Ποιος είναι αυτός που σου λέει να κλάψεις την καψούρα σου με το «Όλα σε Θυμίζουν» και όχι με το «Δώδεκα»; Γιατί παίζει ο αυτοπροσδιοριζόμενος ως «ρεμπέτης» Κορακάκης και δεν παίζει ο εξ' ορισμού λαϊκός Παντελίδης;


Διάλεξα εκπομπές της εθνικής ραδιοτηλεόρασης γιατί αυτή είναι το πλέον συστημικό μέσο καταγραφής και διάδοσης του πολιτισμού μας. Διαλέγω να αναλύσω αυτή την πλευρά της αποξένωσής μας από τη συλλογική μας κουλτούρα γιατί η σαρωτική μεταστοιχείωση του λαϊκού τραγουδιού σε αναλώσιμο προϊόν διασκέδασης, όπως και η αστυφιλία έχουν αναλυθεί πριν από μένα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η «λόγια επιβολή» δεν έχει πετύχει να κωδικοποιήσει συστηματικά τη μουσική μας με τρόπο που και εμείς συνεννοούμαστε για το περί τίνος ομιλούμε αλλά έχουμε τη δυνατότητα τα μοιραστούμε την άυλη πολιτιστική κληρονομιά και έξω από το καβούκι μας. Κάτι που για παράδειγμα οι Τούρκοι έχουν κάνει περισσότερο στοχευμένα και με μεγάλη επιτυχία.


Η χρήση των όρων «λαϊκό» ή «ρεμπέτικο» βγάζουν όσο νόημα βγάζει η «κεντροαριστερά» κι ο πονηρός αυτός παραλληλισμός στοχεύει να σου υπενθυμίσει την ταξικότητα αυτών των αλλοτριώσεων και την πολιτική, συστημική τους πρόθεση. Η γενναία ιστορία του λαού σερβίρεται ως ενοχή και υποχρέωση υπακοής στην εξουσία και η κουλτούρα του αποκόβεται από την δύναμη της συλλογικότητάς της για να μας σερβιριστεί ως Πατρίς, Θρησκεία και Οικογένεια. Στον αντίποδα όλων αυτών των ρευμάτων, ο σπουδαίος Δημήτρης Μυστακίδης, η κωδικοποίηση της μουσικής της λαϊκής κιθάρας, ο τόσο-όσο και με μεγάλη μαστοριά διάλογος με τη μπλουζ ή το σουΐνγκ, και η στόχευσή του στην πεντακάθαρη σχέση της λαϊκής παράδοσης με εμάς όλους τους κάτω.


Το νήμα των συνδονήσεων δεν έχει χαθεί και θα το πιάσουμε στο επόμενο κείμενο (πάλι κληφχάγκερ για να σ' έχω σ' αναμένα κάρβουνα). Σ' αφήνω με το κορυφαίο υπαρξιστικό μανιφέστο από το δεύτερο αγαπημένο μου θαλασσινό αηδονάκι.


Να 'σαι καλά και να τραγουδάς.



*Υπέροχο ντοκυμαντέρ σε τρία μέρη. Έχει ανέβει χωρίς credits, όποιος τα ξέρει να τα γράψει στα σχόλια. Πληζ!

**Υπάρχουν αρκετές μελέτες, πολύ καλύτερα καταρτισμένων μουσικών από εμένα, που συγκρίνουν την εξέλιξη της μιας ή της άλλης μουσικής σε σχέση με τη δυνατότητα που τους προσέφερε η μουσική σημειογραφία. Επιλέγω να εστιάσω στις εξωμουσικές συνθήκες και στην εξέλιξη του άδειν.

***Διάβασε τις επιστολές μιας Πορτογαλίδας μοναχής.

****Στην εξαιρετική σειρά ντοκυμαντέρ του Al Jazeera "Restitution: Africa's Stolen Art" περιγράφεται ακριβώς αυτή η σχέση από ειδικούς επιστήμονες σε ευρωπαϊκά και αφρικανικά μουσεία. Μεταξύ άλλων, υποστηρίζεται ότι ακόμα και οι διάφορες αιματηρές διαμάχες μεταξύ των γηγενών πληθυσμών οφείλεται στο ότι λείπουν τα σύμβολα της πολιτικής οργάνωση.

***** Στο ορθόδοξο δόγμα, ο θεός και ο άνθρωπος είναι διακριτά στοιχεία που συναποτελούν τον Ιησού, ωσάν να ανακατεύεις λάδι και ξύδι. Ο μονοφυσιτισμός, δημοφιλής στους πληθυσμούς εκτός ευρώπης, θεωρεί ότι αυτά τα στοιχεία έχουν προσμιχθεί σε μια αδιάσπαστη ένωση, όπω το οξυγόνο που ενώνεται με το υδρογόνο και γίνεται νεράκι.

Παρενθεσάρα: σκέψου πώς αυτές οι ερμηνείες που φαίνονται ασήμαντες ή παροχημένες έχουν επηρεάσει τη δυτική σκέψη αλλά και επιστήμη. Πώς ας πούμε αντιλαμβανόμαστε τη φύση μας ως άνθρωπος = σώμα + πνεύμα αντί για όλον. Πόσα χρόνια έχει χάσει η επιστήμη μέχρι να αρχίσουν σιγά σιγά καταξιωμένοι γιατροί να τεκμηριώνουν το αδιάσπαστο την φύσης μας και ότι για παράδειγμα δεν υπάρχει ασθένεια που να μην προκύπτει σε έναν οργανισμό που νοσεί και πνευματικά / ψυχικά. «Κομπογιαννιτισμοί» του τύπου ξεμάτιασμα ή ρέικι έχουν αντιληφθεί πολύ νωρίτερα τον «μονοφυσιτισμό» μας. Δε βλάπτει αν με ρωτάς το να βλέπεις κριτικά οικοδομήματα που θεωρούμε ορθολογικά. Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι η επιστήμη και όλη η ιστορία της ανθρωπότητας ωθήθηκε από την περιέργεια αλλά και τη φαντασία προς τα πού να κινηθεί που τις προσέφερε η θρησκεία ως πνευματική αναζήτηση, η τέχνη ή η φιλοσοφία. Η φαντασία σου είναι πολύτιμη και η ουτοπία εφικτή.

15 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Distill the white noise?

Comentarios


bottom of page