«Ωραίο κρύο. Μ’ αρέσει αυτό το ξηρό το κρύο στη λιακάδα».
Τις βαριέμαι τις ψιλοκουβέντες. Μεγαλώνοντας, όλο και περισσοτερο αδυνατώ να συμμετέχω. Άμα ανοίξει ψιλοκουβέντα, τηρώ στοιχειώδη ευγένεια και αποσύρομαι στη σιωπή μου παρατηρώντας τους ανθρώπους. Όταν δε μπορώ πια να αγνοήσω τα cues και πρέπει κάτι να πω κι εγώ με τη σειρά μου, το ρίχνω στην τρελή. Σαρκαστικό χιούμορ του παραλόγου και μη-αστεία αστεία. -Ποιο ήταν εκείνο το τραγούδι που λέει «χρόνια αστεία αστεία» και εγώ νόμιζα ότι κάποιος πέρασε χρόνια σε κάποιο μυθικό τόπο που λέγεται Αστία;- Ή παγώνει τη σύμπαν (καλή ώρα) και μου επιτρέπεται η επιστροφή στη σιωπή ή γελάμε με την ψυχή μας και δε σταματώ. Κάτι φορές πάλι ανοίγω συζήτηση για τον πυρήνα της ύπαρξης, πού πάει η αγάπη, τον αντίκτυπο της αποικιοκρατίας στην ταυτότητα της Αφρικής, κι όλα αυτά για τα οποία κατά καιρούς αγωνιώ.
Έρχονται στιγμές που η τάση είναι τέτοια που δε σηκώνει άλλο από ψιλοκουβέντα. Την κρατάμε πάση θυσία στον αφρό μήπως και πνιγούμε στα βαθειά ή μας πάρει ο αέρας. Η ψιλοκουβέντα τότε είναι το φοβικό σκυλί του Παβλόφ που τρέμει την ίδια του την πείνα, μπας και τις αρπάξει. Γι αυτές τις συνθήκες, ετοιμάζω σενάρια. Ο καιρός είναι αλάνθαστη θεματολογία.
Μπροστά στην είδοδο της αίθουσας Μαντέλα του Δημαρχείου, στέκομαι και περιμένω κοιτώνας τα ηλιόλουστα κτίρια της Παλιάς Πόλης έξω απ' το παράθυρο. Σχήματα ευκρινή και χρώματα ζωντάνα, αλλά ψυχρά στον καθαρό και κρύο αέρα του Νοέμβρη. Μαζευόμαστε. «Καλημέρα Ισιδώρα, τι κάνεις;» «Καλά, εδώ απολαμβάνω το ωραίο κρύο στη λιακάδα». Ανοίγει κουβέντα για τον καιρό κι εγώ γυρνώ στις σημειώσεις μου σ’ ένα κόκκινο τετράδιο που αγόρασα στην πλατεία Φιλικής Εταιρίας μ’ ένα λογότυπο μπροστά που γράφει “Writing is the painting of the voice”. Μεγάλη πετυχεσιά.
Πού και πού τα μάτια γλιστρούν στο μπρούτζινο γλυπτό μπροστά μου, τοποθετημένο πάνω σ’ ένα λευκό βάθρο που φτάνει στο ύψος του περβαζιού του παραθύρου. Ένας άνδρας αλυσοδεμένος, αδύναμος αλλά μυώδης, φαίνεται παραδομένος στη βαρύτητα του πατώματος και την ίδια στιγμή σαν να προσπαθεί να σηκώσει το σώμα του όρθιο, τραβώντας την αλυσίδα. Η επιγραφή: FREEDOM WILL RING, ή κάτι με ελευθερία και καμπάνες που δεν συγκρατώ επακριβώς.
Σχεδόν βλέπω τους τοίχους ενός στενού κελιού να κλείνουν γύρω απ' τον δεσμώτη και μια δέσμη φωτός να πέφτει κατακόρυφα πάνω του. Η τοποθεσία του γλυπτού δίπλα στο παράθυρο, η γεωμετρία του σώματος, η δυναμική του σώματος προς τα πάνω, το βλέμμα του άνδρα γεμάτο ελπίδα κι απελπισία ταυτόχρονα μου δίνουν καθαρά αυτή την εικόνα. Μα αν βλέπω τους τοίχους, πού είμαι; Κι εγώ στο κελί;
Πίσω μου η κουβέντα συνεχίζεται. «Κρύο, κρύο...», «ποιος ξέρει τι λογαριασμός θα έρθει» «κι αυτές οι εταιρίες, ό,τι θέλουν χρεώνουν». Παύση. Πανικός. Δε χωράνε εδώ ούτε πολιτικοοικονομικές αναλύσεις, ούτε προσωπικές εξομολογήσεις για το πώς τα βγάζουμε πέρα. Abort, abort. Ας απαριθμήσουμε data που δεν έχουν και πολύ σημασία: Τα Βρετανικά Αέρια δεν κάνουν πια συμβόλαια με φιξ διάρκεια ή ταρίφες. Τουλάχιστον ο Φωστήρας έχει πολύ καλή εξυπηρέτηση πελατών. Το Μύδι μου παίρνει μια πάγια εντολή κάθε μήνα, δεν κάψαμε τόσο ρεύμα και καταλήξαμε με πεντακόσιες λίρες πιστωτικό (περήφανο χαμόγελο). Εδώ το Δημαρχείο πρέπει να το έχουν σε σταθερή θερμοκρασία διαρκώς, ε; Μαλλον. Δαιδαλώδες κτίριο. Ναι είναι. Μου ζήτησε ο Δημαρχος να το αξιοποιήσουμε και να νοικιάζουμε τις αίθουσες για εκδηλώσεις αλλά άμα δε μου δώσουν ένα σετ κλειδιά, δε μπορώ να κάνω δουλειά. Ωραίο γλυπτό αυτο στο παράθυρο. Ποιος να είναι;
«Ο Μαντέλα;» λέω δείχνοντάς της φαρδύ-πλατύ το Mandela Room στην πόρτα της αίθουσας που περιμένουμε να μπούμε. Οι κυρίες γυρίζουν λίγο έκπληκτες που παρακολουθούσα τη συζήτηση και που μάντεψα, μάλλον σωστά, τι είναι το γλυπτό. Ο Τζωρτζ με κοιτά με την πλάτη στις κυρίες και χασκογελάει με την προσποιητή αφέλειά μου. Εκείνες, ανώτερές μου και ντόπιες αναντάμ παπαντάμ μου λένε «Ναι!» και «Μπράβο!» στον τόνο της επιβράβευσης με τον οποία μιλάς σ’ ένα νήπιο που μόλις πρόσθεσε επιτυχώς το ένα με το δύο. Χαμογέλασα με ευγωμοσύνη. Γιατί να μη ζήσουν το μύθο τους;
Η πόρτα ανοίγει και μας καλούν μέσα. Τοιχογραφίες του Μαντέλα και γραμμένες φράσεις του περί αγώνα και ελευθερίας. «Θέλει η αποικιοκρατία να κρυφτεί...», σκέφτομαι εγώ που ορκίστηκα πίστη στο βασιλιά τρεις αίθουσες παραπέρα. Τρου στόρυ. Ορθογώνια αίθουσα πολλαπλών χρήσεων με μεγάλα παράθυρα. Τραπέζια ενωμένα σε ένα μακρύ τραπέζι συνεδριάσεων. Καρτελάκια με ονόματα. Το δικό μου όνομα στη θέση πιο κοντά στην πόρτα. Έξοδος διαφυγής. Δεν τη χρησιμοποίησα, έμεινα ως το τέλος. Από τη μια μεριά του τραπεζιού μια τριμελής επιτροπή και εκατέρωθεν δυο χαρτογιακάδες που συντόνιζαν τη διαδικασία. Απέναντι με την πλάτη στα παράθυρα, εγώ και ο εκπρόσωπος του σωματείου και στην άλλη άκρη οι κυρίες.
Το γλυπτό έχει καρφωθεί στο μυαλό μου. Ξεκινώ να μιλήσω και ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό. Ο κρίκος της αλυσίδας είναι. Για να φτάσω εδώ, έσυρα ή ίδια τον εαυτό μου απο την αλυσίδα μου, μ' αυτόν τον κόμπο στο λαιμό και ένα σφίξιμο στο στήθος. Μιλώ μέσα από λυγμούς. Με καθησυχάζουν αλλά με διακόπτουν διαρκώς. Διαλέγω τις λέξεις μια-μια. Κάθε εισπνοή περνάει με δυσκολία απ' τον κόμπο στο λαιμό. Μαλακώνει λίγο το σφίξιμο στο στήθος και καθε λέξη σκάει σαν αναστεναγμός ή καμιά φορά σαν λυγμός. Μιλώ απλά. Αδικήθηκα ρε γαμώτο. Με διακόπτουν ξανά και ξανά λες κι εγώ ανακρίνομαι. Κάποτε πια δεν αντέχω, τα χάνω. Χάνω τον καλοπροετοιμασμένο ειρμό της σκέψης. Μιλώ για τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου που θα έπρεπε να ισχύουν. Μιλώ για όλες αυτές τις αξίες του σεβασμού και της συπεριληπτικότητας που ο Δήμος έχει σλόγκαν.
Οι κυρίες δε βρήκαν να αδικήθηκα. Ερευνήσαν. Διάβασαν ξανά τις εγκυκλίους. Μα τέτοιες εγκύκλιοι σου λέει, δεν αφήνουν το περιθώριο οποιοσδήποτε να αδικήσει τον οποιονδήποτε. Ναι αλλά κατήγγειλα ότι απειλήθηκα, εκφοβίστηκα. Δεν την πρόσεξαν αυτή τη λεπτομέρεια και, κοιτάξτε να δείτε, αυτά που είπα είναι θόρυβος, white noise, ψιλοκουβέντα. Σκίστηκαν στη δουλειά να βγάλουν το απόσταγμα από το θόρυβο που προκαλώ για να το ερευνήσουν και το απόσταγμα βγήκε καθαρό. Συμφώνησε η τριμελής επιτροπή. Άμα γίνω κι εγώ σύμβολο κοινωνικών αγώνων, μπορεί να ονομάσουν μια αίθουσα στο όνομά μου. Κάποτε. Challenge accepted αλλά ψιλοχέστηκα κιόλας.
Είναι καιρός που δεν είμαι καλά. Κι όπως κι εσύ, κι εσύ και όλοι μας σ' αυτή την αρρωστημένη συγκυρία που βρίσκεται ο κόσμος, δεν έχουμε άλλο περιθώριο από το να σηκώνουμε κάθε μέρα τον εαυτό μας από την αλυσίδα που τον δένει και να τον χτυπάμε σαν το χταπόδι από την μία κρίση στην άλλη. Ακόμα κι αυτοί που σ' αγαπούν σου λένε «ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό» και άλλα τέτοια και για ένα δέκατο του δευτερολέπτου σου 'ρχεται να τους χώσεις μια μπούφλα. Είσαι όμως όντως πιο δυνατή (ή δυνατός) και οι χιλιετίες ανθρώπινου πολιτισμού πριν από σένα κάτι έχουν γράψει μέσα σου, δεν τη χώνεις τη ρουφιάνα (τη μπούφλα) και σκέφτεσαι όχι ρε, δε θέλω οι άνθρωποι να πονούν έτσι για να γίνουν πιο δυνατοί. Έτσι πρέπει να πονούν αυτοί που αδικούν μπας και γίνουν άνθρωποι.
Αναπνέεις.
Κάθε εισπνοή, μικρή δόση παυσίπονου, μικρή δόση παυσίλυπου.
Κάθε εκπνοή, το δέλτα του ποταμού σου: φερτά υλικά και καθαρό νερό.
I wish I knew how it would feel to be free.
Τράβα την αλυσίδα, στάσου στα πόδια σου, χτύπα την καμπάνα.
Μίλα. Δεν είσαι θόρυβος.
Αν δε μπορείς να μιλήσεις, τραγοούδα.
Do not distil the white noise.
Ράχη Μέμκου,
8 Δεκεμβρίου 2024
Επίμετρο:
Δε γράφω. Αλλά είναι και καιρός που δεν τραγουδάω. Πέρσι παίξαμε μια κωμωδία για τη βία και δεν υπήρξα δημιουργική έκτοτε. Δεν είμαι καλά. Αυτό το γλυπτό του άνδρα που προσπαθεί να σηκώσει το παραδωμένο κορμί του τραβώντας την αλυσίδα του μόνος του κι αυτή η φράση, "distil the white noise", μοιάζουν με σφυριά που χτυπάνε από μέσα.
Το κείμενο αυτό δεν επιζητά συμπάθεια. Φύτρωσε μια στιγμή σε ένα μακρύ χρόνο σύμπτωσης πολλών αδικιών. Νόμος της ζούγκλας: ο άλλος σε μετράει και σε αδικεί όσο τον παίρνει ή νομίζει ότι τον παίρνει. Μη σου τύχει κι είσαι μια φτωχή, ευτυχώς όχι σε ανέχεια, γυναίκα μετανάστρια. Σε παίρνει ο διάολος. Κι όσο δείχνεις να αντέχεις και να αγωνίζεσαι, τόσο σε παίρνει ο διάολος περισσότερο.
Όπως κι εσύ, βίωσα πολλές φορές και κακοποίηση και εκφοβισμό είτε λόγω θέσης, είτε λόγω φύλου. Το κείμενο αυτό δεν είναι ούτε μητού, ούτε γουόκ, ούτε ντέτζερης. Σε μια στιγμή, το ενδιαφέρον μου για τον ήχο που δημιουργεί ένα σώμα που δονείται, η δικαιοσύνη κι η ελευθερία, που όσο περισσότερο πας να τις εφαρμόσεις τουλάχιστον στον μικρόκοσμό σου, τόσο πιο άπιαστες γίνονται, συναντήθηκαν και ξεκλείδωσαν αυτές τις σκέψεις.
Το γράφω και το μοιράζομαι γιατί το να επικοινωνώ μαζί σου δημιουργικά είναι ο λόγος που σηκώνομαι απ' το κρεβάτι μου. Το γράφω και το μοιράζομαι για να σε παρακαλέσω όσο πιο «άλλος» φαίνεται αυτός που υποφέρει, τόσο πιο πολύ είναι ανάγκη να τον βοηθήσεις να μιλήσει. Όπως μπορείς. Όπως μπορεί.
Κι αν ακόμα αναρωτιέσαι και έχει σημασία να σου απαντηθεί τι σημαίνουν όλα αυτά, το λέει πιο καθαρά ένα ποίημα του Αζίζ Νεσίν, δεν είμαι σίγουρη ποιος το έχει μεταφράσει και συγχώρεσέ με για την όποια ανακρίβεια, το αναδημοσιεύω απο τη Βαβέλ του διαδικτύου. Κυκλοφορεί βίντεο που το απαγγέλει η Μαριέτα Ριάλδη:
Σώπα, μη μιλάς…
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ' τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:"σώπα".
Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε: "εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!"
Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
"κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ....σώπα!"
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε,"θα βρεις το μπελά σου, σώπα".
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
"Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα"
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
η γυναίκά μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε "Σώπα".
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε:
"Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα"
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.
Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα".
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύεύκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το "Σώπα".
Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν' την να σωπάσει.
Κόψ' την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς ,χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς"
Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς.
Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ' την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσά σου.
Για να είμαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα' ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!....
Comments